ορμηνεύω

ορμηνεύω
μετ. давать наставления, указания (кому-л.); советовать (кому-л.); инструктировать (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ορμηνεύω" в других словарях:

  • ορμηνεύω — ορμηνεύω, ορμήνεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορμηνεύω — (Μ ὁρμηνεύω) συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ νεοελλ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι 2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον τού δικαστηρίου ό,τι τού έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα 3. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • ορμηνεύω — ορμήνεψα, ορμηνεύτηκα, ορμηνεμένος, συμβουλεύω, νουθετώ, καθοδηγώ, δασκαλεύω: Ποιος σ ορμήνεψε να μιλάς έτσι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • ορμήνεια — και ορμήνια, η [ορμηνεύω] 1. η ενέργεια τού ορμηνεύω, συμβουλή, υπόδειξη 2. προτροπή …   Dictionary of Greek

  • αρμήνεια — και ορμήνεια, η συμβουλή, νουθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικός σχηματισμός < αρμηνεύω (πρβλ. ζήλεια < ζηλεύω, ορμήνεια < ορμηνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • αρμηνεύω — και ορμηνεύω νουθετώ, συμβουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < ερμηνεύω, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή ο ] …   Dictionary of Greek

  • νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 …   Dictionary of Greek

  • ολπίζω — και ορπίζω (Μ ὀλπίζω) ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ αρέση», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ορμήνεμα — το [ορμηνεύω] ορμήνεια …   Dictionary of Greek

  • συμβουλεύω — ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν 1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»